- πολυπύρηνος
- ος, ο[ν] многоядерный (о клетке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολυπύρηνος — η, ο / πολυπύρηνος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλούς πυρήνες, πολλά κουκούτσια νεοελλ. (βιολ. φυσ.) ο με πολλούς πυρήνες, αυτός που έχει περισσότερους από έναν πυρήνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πυρήν, ῆνος (πρβλ. α πύρηνος)] … Dictionary of Greek
πολυπυρήνων — πολυπῡρήνων , πολυπύρηνος with many stones masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)